Σύνδρομο Cushing
Το σύνδρομο Cushing είναι μια σπάνια ορμονική διαταραχή που εμφανίζεται όταν το σώμα παράγει υπερβολική κορτιζόλη, μια ορμόνη που βοηθά στη ρύθμιση του μεταβολισμού και της αντίδρασης του σώματος στο στρες. Υπάρχουν διάφορες αιτίες του συνδρόμου Cushing, με τη συχνότερη να είναι η παρατεταμένη χορήγηση κορτικοστεροειδών φαρμάκων (κορτιζόνης). Άλλα αίτια περιλαμβάνουν όγκο της υπόφυσης που παράγει υπερβολικές ποσότητες κορτικοτρόπου ορμόνης (ACTH), αδενώματος ή καρκινώματος στο επινεφρίδιο ή έκτοποι όγκοι που παράγουν ACTH.
Τα συμπτώματα του συνδρόμου Cushing περιλαμβάνουν αύξηση βάρους, ιδιαίτερα στην κοιλιά και το πρόσωπο, ένα στρογγυλεμένο πρόσωπο που συχνά περιγράφεται ως πανσεληνοειδές προσωπείο, αυξημένο λίπος γύρω από το λαιμό (buffalo hump), λέπτυνση του δέρματος, εύκολες εκχυμώσεις, μυϊκή αδυναμία, κόπωση, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλό σάκχαρο στο αίμα, οστεοπόρωση, αυξημένες τιμές λιπιδίων και αλλαγές στη διάθεση, όπως κατάθλιψη ή άγχος.
Η θεραπεία του συνδρόμου Cushing εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Εάν η κατάσταση προκαλείται από παρατεταμένη χρήση κορτικοστεροειδών, η σταδιακή μείωση της δόσης του φαρμάκου με την πάροδο του χρόνου μπορεί να βοηθήσει. Εάν η κατάσταση προκαλείται από όγκο της υπόφυσης, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Όταν πρόκειται για επινεφριδιακό σύνδρομο Cushing, η θεραπεία εκλογής είναι χειρουργική. Σε περιπτώσεις όπου η χειρουργική επέμβαση δεν είναι δυνατή ή επιτυχής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση της παραγωγής κορτιζόλης.
Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, επίσης γνωστός ως σύνδρομο Conn, είναι μια κατάσταση κατά την οποία τα επινεφρίδια παράγουν υπερβολική ποσότητα της ορμόνης αλδοστερόνη. Η αλδοστερόνη είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών και του ύδατος στο σώμα. Η υπερβολική παραγωγή αλδοστερόνης μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αρτηριακή πίεση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη στην καρδιά, τους νεφρούς και τα αιμοφόρα αγγεία με την πάροδο του χρόνου. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα και να προκαλέσει μυϊκή αδυναμία και κράμπες.
Τα συμπτώματα του πρωτοπαθούς αλδοστερονισμού περιλαμβάνουν υψηλή αρτηριακή πίεση που είναι δύσκολο να ελεγχθεί με φάρμακα, χαμηλά επίπεδα καλίου, πολυουρία, πολυδιψία, κόπωση και μυϊκή αδυναμία.
Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός προκαλείται αδένωμα ή υπερπλασία σε ένα ή και στα δύο επινεφρίδια. Για τη διάγνωση γίνεται αρχικά μέτρηση των επιπέδων αλδοστερόνης και ρενίνης στο αίμα και στη συνέχεια όπου απαιτείται γίνεται επιβεβαιωτική δοκιμασία καταστολής της έκκρισης της αλδοστερόνης. Αν δεν υπάρχει καταστολή μετά τη δοκιμασία γίνεται αξονική επινεφριδίων για τον εντοπισμό του όγκου.
Η θεραπεία εξαρτάται από το αίτιο και είναι είτε χειρουργική είτε φαρμακευτική. Σε περίπτωση που η αλδοστερόνη αποδεδειγμένα παράγεται από το ένα επινεφρίδιο γίνεται χειρουργική εξαίρεση. Αν υπάρχει παραγωγή και από τα δύο επινεφρίδια τότε προτιμάται η φαρμακευτική αγωγή που στοχεύει τόσο στην μείωση της αρτηριακής πίεσης όσο και την αποκατάσταση του καλίου του ορού.
Φαιοχρωμοκύττωμα – Παραγαγγλίωμα
Το φαιοχρωμοκύττωμα είναι ένας σπάνιος τύπος όγκου των επινεφριδίων που μπορεί να παράγει υπερβολικές ποσότητες ορμονών που ονομάζονται κατεχολαμίνες. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελεί μέρος κάποιου γενετικού συνδρόμου. Το παραγαγγλίωμα είναι επίσης ένας σπάνιος τύπος όγκου που αναπτύσσεται στα κύτταρα του νευρικού συστήματος και συγκεκριμένα στα παραγάγγλια.
Το φαιοχρωμοκύττωμα έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγάλος «μίμος» καθώς με τα συμπτώματά του μπορεί να μιμηθεί ένα μεγάλο πλήθος νόσων και να ξεφύγει η διάγνωσή του. Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν υπερτασικές κρίσεις, κεφαλαλγία, εφίδρωση, αίσθημα παλμών και ορθοστατική υπόταση. Λιγότερο συχνά εμφανίζεται τρόμος, ωχρότητα, άγχος, κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετος, κόπωση, εμπύρετο, διαταραχές κενώσεων, υπεργλυκαιμία, δύσπνοια. Παρόμοια συμπτώματα παρατηρούνται και στα παραγαγγλιώματα.
Για τη διάγνωση του φαιοχρωμοκυττώματος και των παραγαγγλιωμάτων εκτός από την κλινική εικόνα βασιζόμαστε σε εξετάσεις αίματος και ούρων για τη μέτρηση των επιπέδων των κατεχολαμινών και των μεταβολιτών τους, καθώς και απεικονιστικές εξετάσεις όπως αξονική τομογραφία (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI).
Η θεραπεία για το φαιοχρωμοκύττωμα και το παραγαγγλίωμα είναι η χειρουργική τους εξαίρεση. Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, είναι αναγκαίο να χορηγηθούν φάρμακα που βοηθούν τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού καθώς και την πρόληψη της απελευθέρωσης κατεχολαμινών κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων, γνωστή και ως νόσος του Addison, είναι μια κατάσταση κατά την οποία τα επινεφρίδια δεν παράγουν αρκετές ορμόνες. Τα επινεφρίδια βρίσκονται στην κορυφή των νεφρών και παράγουν ορμόνες που ρυθμίζουν πολλές λειτουργίες του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού, της αρτηριακής πίεσης και της αντίδρασης του σώματος στο στρες.
Επινεφριδιακή Ανεπάρκεια (νόσος Addison)
Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων μπορεί να προκληθεί από βλάβη στα επινεφρίδια, όπως από αυτοάνοση διαταραχή, αιμορραγία, φάρμακα, διήθηση από μεταστάσεις και κοκκιωματώδεις ή λοιμώδεις νόσους. Μπορεί επίσης να προκληθεί από παρατεταμένη χρήση κορτικοστεροειδών φαρμάκων, τα οποία μπορούν να καταστείλουν τη λειτουργία των επινεφριδίων.
Τα συμπτώματα της επινεφριδιακής ανεπάρκειας περιλαμβάνουν κόπωση, αδυναμία, απώλεια βάρους, κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετο, διάρροια, χαμηλή αρτηριακή πίεση, ζάλη και υπέρχρωση δέρματος.
Για τη διάγνωση της επινεφριδιακής ανεπάρκειας απαιτούνται εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων της κορτιζόλης και της κορτικοτρόπου ορμόνης (ACTH). Απεικονιστικές εξετάσεις όπως αξονικές τομογραφίες ή μαγνητικές τομογραφίες μπορεί επίσης να πραγματοποιηθούν για να αναζητηθούν τα αίτια της ανεπάρκειας.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την ορμονική υποκατάσταση με υδροκορτιζόνη και φθοριουδροκορτιζόνη. Η επινεφριδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή κατάσταση που απαιτεί συνεχή ιατρική φροντίδα. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης της επινεφριδιακής κρίσης, η οποία είναι μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαμηλή αρτηριακή πίεση, αφυδάτωση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Στο ιατρείο εκτός από τη διάγνωση θεραπεία και παρακολούθηση των ασθενών με επινεφριδιακή ανεπάρκεια γίνεται και συνεχώς εκπαίδευση τους σχετικά με το πως πρέπει να διαχειρίζονται την ορμονική υποκατάσταση σε περιπτώσεις μείζονος στρες (πχ χειρουργεία, λοιμώξεις, εμπύρετο, διάρροιες).
Ενδοκρινική Υπέρταση
Η ενδοκρινική υπέρταση είναι ένας τύπος υψηλής αρτηριακής πίεσης που προκαλείται από ορμονικές διαταραχές ή ανωμαλίες στο ενδοκρινικό σύστημα, το οποίο ρυθμίζει την παραγωγή και την απελευθέρωση ορμονών στο σώμα. Οι ορμόνες παίζουν βασικό ρόλο στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης ελέγχοντας τη στένωση και τη χάλαση των αιμοφόρων αγγείων.
Ορισμένες καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν ενδοκρινική υπέρταση περιλαμβάνουν τον πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό, το σύνδρομο Cushing, το φαιοχρωμοκύτωμα και τον υπερθυρεοειδισμό. Σε αυτές τις συνθήκες, οι ορμονικές διαταραχές μπορεί να προκαλέσουν συστολή των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα υψηλή αρτηριακή πίεση.
Τα συμπτώματα της ενδοκρινικής υπέρτασης μπορεί να περιλαμβάνουν πονοκεφάλους, ζάλη, θολή όραση, δύσπνοια και πόνο στο στήθος. Ωστόσο, πολλά άτομα με ενδοκρινική υπέρταση μπορεί να μην εμφανίσουν κανένα σύμπτωμα.
Για τη διάγνωση της ενδοκρινικής υπέρτασης απαιτούνται εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων ορμονών, καθώς και απεικονιστικές εξετάσεις όπως αξονική τομογραφία ή μαγνητική τομογραφία για την αναζήτηση όγκων που μπορεί να παράγουν υπερβολικές ποσότητες ορμονών.
Η θεραπεία της ενδοκρινικής υπέρτασης εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να συνταγογραφηθούν φάρμακα για τη ρύθμιση των επιπέδων των ορμονών και τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση όγκων που παράγουν μεγάλες ποσότητες ορμονών.
Η ενδοκρινική υπέρταση είναι μια σοβαρή κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές όπως καρδιαγγειακά προβλήματα, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Είναι σημαντικό να συνεργαστείτε με έναν επαγγελματία υγείας για τη διάγνωση και τη διαχείριση της ενδοκρινικής υπέρτασης ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών.
Υπερανδρογοναιμία
Η υπερανδρογοναιμία είναι μια ιατρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων, τα οποία συνήθως βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες. Τα ανδρογόνα είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του ανδρικού φύλου, όπως οι τρίχες του προσώπου και η μυϊκή μάζα.
Στις γυναίκες, η υπερανδρογοναιμία μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως ακμή, αυξημένη τριχοφυΐα στο πρόσωπο και το σώμα (υπερτρίχωση), ανδρογενή αλωπεκία, διαταραχές περιόδου και υπογονιμότητα. Μπορεί επίσης να συσχετιστεί με καταστάσεις όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS), τη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων (CAH) και τους όγκους που εκκρίνουν ανδρογόνα. Στις αναπαραγωγικές ηλικίες η πιο συχνή αιτία είναι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, ενώ σε μεγάλες ηλικίες οι συχνότερη αιτία είναι όγκοι που παράγουν ανδρογόνα.
Η διάγνωση της υπερανδρογοναιμίας βασίζεται στην κλινική εικόνα, στις εξετάσεις αίματος, καθώς και σε απεικονιστικές εξετάσεις όπως υπερηχογράφημα ωοθηκών ή/και αξονική τομογραφία επινεφριδίων για την αναζήτηση όγκων που παράγουν ανδρογόνα.
Η θεραπεία εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Σε γυναίκες με PCOS, φάρμακα όπως αντισυλληπτικά χάπια ή φάρμακα κατά των ανδρογόνων μπορεί να συνταγογραφηθούν. Στις περιπτώσεις όπου η υπερανδρογοναιμία οφείλεται σε όγκο που παράγει ανδρογόνα, απαραίτητη είναι η χειρουργική εξαίρεση του όγκου.