Η ανεπάρκεια των επινεφριδίων μπορεί να προκληθεί από βλάβη στα επινεφρίδια, όπως από αυτοάνοση διαταραχή, αιμορραγία, φάρμακα, διήθηση από μεταστάσεις και κοκκιωματώδεις ή λοιμώδεις νόσους. Μπορεί επίσης να προκληθεί από παρατεταμένη χρήση κορτικοστεροειδών φαρμάκων, τα οποία μπορούν να καταστείλουν τη λειτουργία των επινεφριδίων.
Τα συμπτώματα της επινεφριδιακής ανεπάρκειας περιλαμβάνουν κόπωση, αδυναμία, απώλεια βάρους, κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετο, διάρροια, χαμηλή αρτηριακή πίεση, ζάλη και υπέρχρωση δέρματος.
Για τη διάγνωση της επινεφριδιακής ανεπάρκειας απαιτούνται εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων της κορτιζόλης και της κορτικοτρόπου ορμόνης (ACTH). Απεικονιστικές εξετάσεις όπως αξονικές τομογραφίες ή μαγνητικές τομογραφίες μπορεί επίσης να πραγματοποιηθούν για να αναζητηθούν τα αίτια της ανεπάρκειας.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την ορμονική υποκατάσταση με υδροκορτιζόνη και φθοριουδροκορτιζόνη. Η επινεφριδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή κατάσταση που απαιτεί συνεχή ιατρική φροντίδα. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης της επινεφριδιακής κρίσης, η οποία είναι μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαμηλή αρτηριακή πίεση, αφυδάτωση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Στο ιατρείο εκτός από τη διάγνωση θεραπεία και παρακολούθηση των ασθενών με επινεφριδιακή ανεπάρκεια γίνεται και συνεχώς εκπαίδευση τους σχετικά με το πως πρέπει να διαχειρίζονται την ορμονική υποκατάσταση σε περιπτώσεις μείζονος στρες (πχ χειρουργεία, λοιμώξεις, εμπύρετο, διάρροιες).