Η βιταμίνη D είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό που βοηθά τον οργανισμό να απορροφήσει το ασβέστιο, το οποίο είναι απαραίτητο για γερά οστά και δόντια. Παίζει επίσης ρόλο στην υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος και τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με μια σειρά από προβλήματα υγείας. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως η μειωμένη έκθεση στον ήλιο, η κακή διατροφή που δεν περιλαμβάνει αρκετές τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D και ορισμένες ιατρικές καταστάσεις που παρεμβαίνουν στην ικανότητα του σώματος να απορροφά ή να επεξεργάζεται τη βιταμίνη D. Οι παχύσαρκοι ασθενείς έχουν πολύ συχνά ανεπάρκεια βιταμίνης D λόγω παγίδευσής της στο λιπώδη ιστό και συχνά απαιτούν μεγαλύτερες δόσεις συμπληρωμάτων για την αποκατάσταση των φυσιολογικών τιμών.
Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας βιταμίνης D μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο στα οστά και μυϊκή αδυναμία, καθώς και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων των οστών. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία στους ενήλικες.
Στο ιατρείο η ανεπάρκεια βιταμίνης D διαγιγνώσκεται εγκαίρως και αντιμετωπίζεται με την κατάλληλη θεραπεία, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει συμπληρώματα ή/και αλλαγές στη διατροφή και στον τρόπο ζωής.
Υπερασβεστιαιμία – Πρωτοπαθής Υπερπαραθυρεοειδισμός
Το ασβέστιο είναι ένα μέταλλο που είναι απαραίτητο για πολλές σωματικές λειτουργίες, όπως η οικοδόμηση και η διατήρηση γερών οστών, οι συσπάσεις των μυών και η λειτουργία των νεύρων και της καρδιάς. Ωστόσο, το υπερβολικό ασβέστιο στο αίμα μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από συμπτώματα και προβλήματα υγείας.
Η πιο κοινή αιτία υπερασβεστιαιμίας είναι ένας υπερδραστήριος παραθυρεοειδής αδένας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου στο σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Άλλες αιτίες μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένα φάρμακα, όπως τα θειαζιδικά διουρητικά, κακοήθειες (πχ λέμφωμα, οστικές μεταστάσεις), κοκκιωματώδεις νόσους (πχ σαρκοείδωση) καθώς και άλλες ενδοκρινοπάθειες (θυρεοτοξίκωση, επινεφριδική ανεπάρκεια, φαιοχρωμοκύττωμα).
Τα συμπτώματα της υπερασβεστιαιμίας μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης και περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος, αδυναμία, κόπωση, σύγχυση και πόνο στα οστά. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η υπερασβεστιαιμία μπορεί να οδηγήσει σε νεφρολιθίαση, απώλεια οστού και βλάβη στους νεφρούς και άλλα όργανα.
Η θεραπεία για την υπερασβεστιαιμία συνήθως περιλαμβάνει τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας, όπως η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ενός υπερδραστήριου παραθυρεοειδούς αδένα στην περίπτωση του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού. Φάρμακα όπως τα διφωσφονικά και τα ασβεστιομιμητικά φάρμακα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα.
Στο ιατρείο μας καταρχήν γίνεται η διάγνωση του αιτίου της υπερασβεστιαιμίας και στη συνέχεια δίνεται η κατάλληλη καθοδήγηση και θεραπεία ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς και τους παράγοντες κινδύνου για επιπλοκές.