Close

Πώς επηρεάζει η διατροφή τη γυναικεία γονιμότητα;

Πώς επηρεάζει η διατροφή τη γυναικεία γονιμότητα;

Πώς επηρεάζει η διατροφή τη γυναικεία γονιμότητα;

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Reproductive Toxicology εξετάζει τα τρέχοντα στοιχεία που υποστηρίζουν τον ρόλο της διατροφής ως τροποποιήσιμου παράγοντα κινδύνου για τη γυναικεία υπογονιμότητα και για τα πτωχά αποτελέσματα της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Η υπογονιμότητα παρατηρείται όλο και περισσότερο και ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης παιδιού μετά από 12 μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 15 -20% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα παγκοσμίως. Τα αυξανόμενα ποσοστά υπογονιμότητας έχουν οδηγήσει τους ερευνητές να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τον εντοπισμό τροποποιήσιμου τρόπου ζωής και περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την αναπαραγωγική υγεία. Ο πιθανός αντίκτυπος ορισμένων διατροφικών προτύπων, όπως η μεσογειακή και η δυτική δίαιτα, και συγκεκριμένων τροφών στην υπογονιμότητα έχουν επίσης μελετηθεί ευρέως. Όπως είναι γνωστό, μια ισορροπημένη διατροφή με πληθώρα επιλογών, όπως η Μεσογειακή διατροφή, επηρεάζει θετικά τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική υγεία του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, η Μεσογειακή διατροφή έχει συσχετιστεί με βελτίωση σε παραμέτρους κρίσιμες για τη γονιμότητα, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, οι μεταβολικές διαταραχές και ο κίνδυνος για παχυσαρκία. Περιλαμβάνει μεγάλη κατανάλωση λαχανικών, όσπριων, φρούτων, ελαιόλαδου, μη επεξεργασμένων υδατανθράκων, γαλακτοκομικών και πουλερικών με χαμηλά λιπαρά, λιπαρών ψαριών και κόκκινου κρασιού και με περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και απλών σακχάρων.

Μελέτες έχουν δείξει, επίσης, ότι το πλήρες γάλα, σε αντίθεση με τα άπαχα γαλακτοκομικά, επηρεάζει θετικά τη γυναικεία γονιμότητα.Το γάλα είναι επίσης εμπλουτισμένο με βιταμίνη D, ένα θρεπτικό συστατικό ζωτικής σημασίας για την παραγωγή ορμονών. Ο περιορισμός της καφεΐνης και του αλκοόλ είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας και θεωρείται επιτακτικός. Σημαντικό ρόλο παίζει και το ιώδιο για τη γυναικεία γονιμότητα, καθώς συμβάλλει στη βελτίωση του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών. Το ιώδιο μπορεί να προσληφθεί μέσω των γαλακτοκομικών ή των αυγών, αλλά και ως συμπλήρωμα διατροφής.

Τέλος, η διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη γυναικεία γονιμότητα. Άλλωστε, τα στατιστικά δείχνουν πως οι υπέρβαρες γυναίκες αντιμετωπίζουν συχνότερα προβλήματα με την έμμηνο ρύση, μεγαλύτερο κίνδυνο στειρότητας, αλλά και υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών στην εγκυμοσύνη ή αποβολών, εφόσον έχουν συλλάβει.

Στην τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές και ειδικοί ενδοκρινολόγοι εξέτασαν τη σύνθετη σχέση μεταξύ διατροφής και γονιμότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στους υδατάνθρακες, τις πρωτεΐνες και τα λιπαρά οξέα.

Υδατάνθρακες

Οι υδατάνθρακες, οι οποίοι είναι η κύρια πηγή ενέργειας στον άνθρωπο, ρυθμίζουν τη μεταβολική οδό της γλυκόζης και τον έλεγχο της γλυκόζης με τη μεσολάβηση της ινσουλίνης. Περιλαμβάνουν μονοσακχαρίτες ή απλά σάκχαρα έως πολύπλοκα μόρια,όπως πολυσακχαρίτες φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων.

Οι υδατάνθρακες επηρεάζουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και τα επίπεδα της ινσουλίνης και όταν τα επίπεδα ανέβουν πολύ επηρεάζουν τα επίπεδα των ορμονών που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή. Ο γλυκαιμικός δείκτης (GI) και το γλυκαιμικό φορτίο (GL) είναι τιμές που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι υδατάνθρακες επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Η κατανάλωση επεξεργασμένων υδατανθράκων, όπως είναι το ψωμί, το ρύζι, οι πατάτες και τα ζυμαρικά καθώς και τα ζαχαρούχα αναψυκτικά αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων ωορρηξίας. Η επιλογή ανεπεξέργαστων υδατανθράκων πλούσιων σε φυτικές ίνες μπορεί να βελτιώσει τη γονιμότητα, ενώ μπορεί να προλαμβάνει την εμφάνιση διαβήτη κύησης .Με βάση στοιχεία από έρευνες δεν είναι η ποσότητα των υδατανθράκων που επηρεάζει τη γονιμότητα, αλλά το είδος. Πιο συγκεκριμένα,οι γυναίκες που καταναλώνουν διατροφή υψηλή σε υδατάνθρακες έχουν τις ίδιες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα γονιμότητας με τις γυναίκες που καταναλώνουν διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες. Το γλυκαιμικό φορτίο (GL) των υδατανθράκων είναι αυτό που επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα. Έτσι οι γυναίκες που καταναλώνουν τροφές με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο είχαν 92% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν προβλήματα ωορρηξίας, συγκριτικά με τις γυναίκες που καταναλώνουν τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό φορτίο. Το GL μπορεί να μειωθεί καταναλώνοντας πιο σύνθετους δύσπεπτους υδατάνθρακες, όπως εκείνους που βρίσκονται σε διαλυτές διαιτητικές ίνες ή προϊόντα διατροφής ολικής αλέσεως. Αυτό σημαίνει ότι οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες ενισχύουν τις πιθανότητες προβλημάτων ωορρηξίας, ενώ οι ανεπεξέργαστοι τις μειώνουν. Η υψηλότερη πρόσληψη δημητριακών ολικής αλέσεως έχει συσχετιστεί με υψηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης και ζώντων γεννήσεων. Ομοίως, η κατανάλωση περισσότερων λαχανικών έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την ποιότητα του εμβρύου μετά από ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπέρματος (ICSI). Η πρόσληψη υδατανθράκων και η διάσπασή τους φαίνεται επίσης να ρυθμίζουν τη λειτουργία των ωοθηκών. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος υπογονιμότητας που σχετίζεται με διαταραχή στην ωορρηξία ήταν περίπου 80% υψηλότερος στις γυναίκες που κατανάλωναν περισσότερους υδατάνθρακες σε σύγκριση με εκείνες που είχαν την χαμηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων στη μελέτη Nurses' Health Study II (NHS II) του 2009. Μια δίαιτα με περιεκτικότητα υδατανθράκων λιγότερο από το 45% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τα συμπτώματα του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) αυξάνοντας τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της σφαιρίνης που δεσμεύει τις ορμόνες του φύλου (SHBG),ενώ μειώνει τα επίπεδα τεστοστερόνης και ινσουλίνης. Αυτό συσχετίζεται επίσης με μείωση του βάρους σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς με PCOS. Με μια υποθερμιδική δίαιτα, στην οποία οι μισές ημερήσιες θερμίδες προέρχονται από υδατάνθρακες, ανακτήθηκε μεγαλύτερος αριθμός ωαρίων και καταγράφηκαν υψηλότερα κλινικά ποσοστά εγκυμοσύνης και γεννήσεων σε υπογόνιμες και παχύσαρκες υπογόνιμες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης, η κατανάλωση ζαχαρούχου σόδας συνδέθηκε ασθενώς με χαμηλότερο αριθμό ωαρίων που ανακτήθηκαν και εμβρύων που ελήφθησαν από τους κύκλους διέγερσης των ωοθηκών, εκτός από το μειωμένο ποσοστό ζώντων γεννήσεων.

Πρωτεΐνες

Αναφορικά με την πρωτεΐνη έχει προταθεί πως η κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο υπογονιμότητας λόγω απουσίας ωορρηξίας. Από την άλλη πλευρά, η πρόσληψη φυτικών πρωτεϊνών αυξάνει τη γονιμότητα στις γυναίκες. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί δεδομένου ότι η έκκριση ινσουλίνης είναι χαμηλότερη μετά την κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών έναντι των ζωικών πρωτεϊνών. Η αυξημένη κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης φαίνεται ότι αυξάνει τα προβλήματα γονιμότητας. Αντίθετα η φυτική πρωτεΐνη ενισχύει την πιθανότητα σύλληψης.

Ένας υγιής ενήλικας αναμένεται να καταναλώνει 0,8 g πρωτεΐνης για κάθε κιλό (kg) σωματικού βάρους. Η πρόσληψη ζωικής πρωτεΐνης έχει συνδεθεί θετικά με διαταραχές της ωορρηξίας σε σύγκριση με τις φυτικές πρωτεΐνες.

Στην πραγματικότητα, το 5% της ενεργειακής πρόσληψης που παρέχεται από φυτικές πρωτεΐνες και όχι από ζωικές πρωτεΐνες έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο διαταραχών της ωορρηξίας κατά περισσότερο από 50%.

Επίσης,η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και σόγιας έχει συσχετιστεί με καλύτερα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σόγια περιέχει φυτοοιστρογόνα, μια κατηγορία ισοφλαβονών με δομή παρόμοια με αυτή των οιστρογόνων που εμφανίζουν ασθενή οιστρογονική δράση μέσω της δέσμευσης των υποδοχέων οιστρογόνων.

“Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι πρωτεΐνες με βάση τα ζώα επηρεάζουν τη γυναικεία γονιμότητα σε αντίθεση με εκείνες που βασίζονται σε φυτά, υποδηλώνοντας ότι η πηγή πρωτεϊνών μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της αναπαραγωγικής επιτυχίας”.

Λίπη

Τα λιπαρά που λαμβάνονται μέσω της τροφής αποτελούν μια ακόμη διατροφική πηγή που επηρεάζει τη γονιμότητα. Μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά φαίνεται ότι μπορεί να συσχετιστεί με αλλαγές στις αναπαραγωγικές λειτουργίες συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας του εμμηνορροϊκού κύκλου και των συγκεντρώσεων της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), μίας αναπαραγωγικής ορμόνης.

Τα ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-3 PUFAs) και τα ω-6 (ω-6)  PUFA βρίσκονται σε διαφορετικούς τύπους προϊόντων διατροφής. Συγκεκριμένα, τα ω-3 PUFA βρίσκονται σε λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός, το σκουμπρί, οι σαρδέλες και ο τόνος, καθώς και σε ξηρούς καρπούς, σε σπόρους και φυτικά έλαια. Αντίστοιχα, τα ω-6 PUFA, τα οποία μπορούν επίσης να βρεθούν σε ξηρούς καρπούς, σπόρους και έλαια, υπάρχουν συχνά στο κρέας πουλερικών, στα ψάρια και στα αυγά.

Παρόλο που δεν υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία για την επίδραση αυτών των λιπών στα αποτελέσματα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, οι καλύτερες πιθανότητες εγκυμοσύνης φαίνεται να σχετίζονται με την αυξημένη κατανάλωση ω-3 PUFA. Ωστόσο, ορισμένα τρόφιμα όπως τα ψάρια μπορεί να αυξήσουν το επίπεδο έκθεσης σε οργανικούς ρύπους, όπως ο μεθυλυδράργυρος και οι διοξίνες. 

Ομοίως, η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο έκθεσης σε φυτοφάρμακα.

Γενικά πείτε όχι στα επεξεργασμένα γλυκά, όπως τα ντόνατς, τα έτοιμα κέικ και τα μπισκότα, στην κρέμα γάλακτος και στις τροφές που περιέχουν υδρογονωμένα φυτικά έλαια, καθώς ευνοούν την ανάπτυξη φλεγμονής στο οργανισμό που συνδέεται με την ενδομητρίωση και τη στειρότητα.

Επιπτώσεις

“Τα στοιχεία για τον ρόλο της διατροφής στη γονιμότητα/στειρότητα εξελίσσονται γρήγορα, αλλά αυτή τη στιγμή, τα διαθέσιμα δεδομένα είναι ανεπαρκή,για να υποστηρίξουν πλήρως τους επαγγελματίες κλινικούς ιατρούς να δίνουν διατροφικές προτάσεις σε υπογόνιμα ζευγάρια”

Απαιτείται,δηλαδή,περισσότερη έρευνα για να εξεταστεί πώς η διατροφή σχετίζεται με την αυξημένη έκθεση σε χημικές ουσίες που διαταράσσουν το ενδοκρινικό σύστημα και σε ποια επίπεδα για να κατανοηθεί καλύτερα ο αντίκτυπός της στην αναπαραγωγική λειτουργία σύμφωνα με στοιχεία που έχουν παρουσιάσει ειδικοί ενδοκρινολόγοι.

Συμπληρωματικά,σύμφωνα με διάφορες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας και για τα δύο φύλα αποτελεί η συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα και η μείωση της καθιστικής ζωής.Επιστημονικά δεδομένα δείχνουν, ότι η καθημερινή δραστηριότητα ήπιας μορφής, 30 – 45 λεπτών, όπως, περπάτημα σε κανονικό ρυθμό, χορός, κηπουρική, κολύμβηση,κλπ., επιδρούν θετικά στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας.

Τέλος, μπορεί η διατροφή να μην κάνει θαύματα για τη γονιμότητα, έχει όμως τη  δυνατότητα να την ενισχύσει και να βοηθήσει σε μια σύλληψη.

Για το λόγους αυτούς,το μοντέλο της Μεσογειακής Διατροφής ενδείκνυται για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας. Αλλάξτε τις διατροφικές σας συνήθειες, κάνοντας συνολικά καλό στην υγεία σας και αυξάνοντας τις πιθανότητές σας για τεκνοποίηση. Επισκεφτείτε τους ειδικούς γιατρούς σας που έχουν μελετήσει το θέμα, όπως τον ενδοκρινολόγο σας και ειδικό διατροφολόγο, οι οποίοι θα σας κατευθύνουν πλήρως.

https://www.news-medical.net/news/20230404/How-does-nutrition-affect-female-fertility.aspx

Διεύθυνση : Σοφία Κανελλοπούλου, Ενδοκρινολόγος, Λεωφόρος,

Δημοκρατίας 236, Άγιοι Ανάργυροι

Τηλέφωνο : 6983379548

Email : s_kanellopoulou@hotmail.com