Σε μία έρευνα που διεξήχθη στη Νέα Ορλεάνη, οι γυναίκες με χαμηλότερα επίπεδα αντιμυλλέριου ορμόνης μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να μείνουν έγκυες με φυσικό τρόπο, χωρίς τη χρήση τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, από ό,τι οι συνομήλικές τους με υψηλότερα επίπεδα.
Είναι εδώ και καιρό αποδεκτό ότι η αντιμυλλέριος ορμόνη δεν είναι αξιόπιστη όσον αφορά τις πιθανότητες να μείνει κανείς έγκυος. Το γεγονός ότι είμαστε σε θέση να δούμε μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των γυναικών που προσπαθούν να συλλάβουν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά αυτή την επί μακρόν διαδεδομένη πεποίθηση.
Προηγούμενες μικρότερες μελέτες έδειξαν ότι η αντιμυλλέριος ορμόνη (AMH) ήταν πιθανό να έχει μόνο μέτρια επίδραση στην πιθανότητα φυσικής σύλληψης. Έτσι, διερευνήθηκε η σχέση αυτή σε μια μεγαλύτερη ομάδα γυναικών που χρησιμοποιούσαν τεστ γονιμότητας στο σπίτι.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 3.150 γυναίκες που προσπαθούσαν να συλλάβουν για λιγότερο από 3 μήνες και οι οποίες χρησιμοποίησαν ένα ορμονικό τεστ (Modern Fertility) και επέλεξαν να συμμετάσχουν στη συλλογή δεδομένων για τη μελέτη αυτή. Στον πληθυσμό της μελέτης, η μέση AMH ήταν 2,71 ng/mL, η μέση ηλικία όταν άρχισαν να προσπαθούν να συλλάβουν ήταν 31,5 έτη, ο μέσος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) ήταν 25 kg/m2, το 4,3% ανέφερε ότι καπνίζει, το 74% δήλωσε ότι δεν είχε μείνει ποτέ έγκυος, το 6,1% είχε σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και το 5,8% ανέφερε χρήση τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τα επίπεδα AMH των συμμετεχόντων ως χαμηλά (< 1 ng/mL, n = 427), φυσιολογικά (1 ng/mL έως 5,5 ng/mL, n = 2.219) ή υψηλά (> 5,5 ng/mL, n = 504).
Ύστερα από προσαρμογή για την ηλικία, τον ΔΜΣ, το αν είχαν άλλα παιδιά, την κατάσταση καπνίσματος και το πολυκυστικών ωοθηκών, μεταξύ άλλων παραγόντων, οι γυναίκες με χαμηλή AMH είχαν 23% χαμηλότερη πιθανότητα φυσικής σύλληψης σε σύγκριση με τις γυναίκες με φυσιολογικά επίπεδα (προσαρμοσμένη HR = 0,77; 95% CI, 0,64-0,94; P = 0,009). Οι γυναίκες με χαμηλή AMH είχαν χαμηλότερη πιθανότητα σύλληψης κατά τη διάρκεια 12 εμμηνορροϊκών κύκλων σε σύγκριση με τις γυναίκες με φυσιολογικά επίπεδα. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στην πιθανότητα φυσικής σύλληψης για εκείνες με φυσιολογικά και υψηλά επίπεδα AMH.
Μεταξύ των 1.791 γυναικών με τακτικούς εμμηνορροϊκούς κύκλους, εκείνες με χαμηλή AMH είχαν ακόμη χαμηλότερη πιθανότητα φυσικής σύλληψης από εκείνες με φυσιολογικά επίπεδα (aHR = 0,77, 95% CI, 0,61-0,97, P = 0,028).
Φαίνεται, λοιπόν, μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων AMH και της πιθανότητας φυσικής σύλληψης. Όταν η AMH είναι μικρότερη από 1 ng/mL, παρατηρείται μια συσχέτιση με ελαφρώς μεγαλύτερο χρόνο μέχρι την εγκυμοσύνη σε σύγκριση με τη φυσιολογική AMH, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνες με χαμηλή AMH χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να συλλάβουν, κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με εκείνες με φυσιολογική AMH, ακόμη και αν έχουν την ίδια ηλικία.
Μεταξύ των γυναικών με τακτικούς εμμηνορροϊκούς κύκλους, η υψηλότερη πιθανότητα φυσικής σύλληψης ήταν τον δεύτερο μήνα της μελέτης και αυξανόταν όσο αυξανόταν το επίπεδο της AMH.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η μέτρηση των επιπέδων της AMH σε όσες αναζητούν συμβουλές πριν από τη σύλληψη μπορεί να αποτελέσει ένα κατατοπιστικό οδηγό μιας ολοκληρωμένης εξήγησης των παραγόντων που επηρεάζουν την πιθανότητα φυσικής σύλληψης. Πρόκειται για χρήσιμα δεδομένα που θα ενθαρρύνουν τις γυναίκες που θέλουν να συλλάβουν να κατανοήσουν το επίπεδο της AMH για να βελτιώσουν τη γονιμότητά τους.
Διεύθυνση: Σοφία Κανελλοπούλου, Ενδοκρινολόγος, Λεωφόρος Δημοκρατίας 236, Άγιοι Ανάργυροι.
Τηλέφωνο: 6983379548
Email: s_kanellopoulou@hotmail.com