Ο τρόπος αντιμετώπισης των προλακτινωμάτων από του ενδοκρινολόγους φαίνεται να αλλάζει. Νέες κατευθυντήριες οδηγίες από την Εταιρεία για την Υπόφυση ενσωματώνει πρόσφατα στοιχεία σχετικά με πιθανές νέες αναγνωρισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τους αγωνιστές ντοπαμίνης, την αποτελεσματικότητα της διασφηνοειδικής χειρουργικής και τη θεραπεία ειδικών πληθυσμών, όπως οι έγκυες γυναίκες και οι τρανσέξουαλ ενήλικες.
Η δήλωση συναίνεσης σχετικά με τη διάγνωση και τη διαχείριση των αδενωμάτων της υπόφυσης που εκκρίνουν προλακτίνη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Nature Reviews Endocrinology τον Σεπτέμβριο, είναι η πρώτη κατευθυντήρια γραμμή για τα προλακτινώματα που δημοσιεύθηκε μετά την κατευθυντήρια γραμμή της Ενδοκρινικής Εταιρείας το 2011, η οποία εγκρίθηκε από την Εταιρεία της Υπόφυσης και την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ενδοκρινολογίας.
Τα προλακτινώματα αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ όλων των αδενωμάτων της υπόφυσης. Αυτοί οι όγκοι τείνουν να εμφανίζονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές για τους άνδρες και τις γυναίκες.
Στις γυναίκες, τα προλακτινώματα διαγιγνώσκονται συνήθως μεταξύ των ηλικιών 25 και 40 ετών και σχεδόν όλα είναι μικροαδενώματα. Στους άνδρες, τα προλακτινώματα εντοπίζονται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών και είναι συνήθως μακροαδενώματα.
Παρόλο που τα προλακτινώματα είναι ο πιο κοινός τύπος αδενώματος της υπόφυσης, οι ενδοκρινολόγοι τείνουν να είναι λιγότερο εξοικειωμένοι με τη θεραπεία τους σε σύγκριση με άλλους τύπους ενδοκρινικών παθήσεων.
Ο επιπολασμός του προλακτινώματος εκτιμάται σε 40 περιπτώσεις ανά 100.000 ενήλικες για τα μικροπρολακτινώματα και 10 περιπτώσεις ανά 100.000 ενήλικες για τα μακροπρολακτινώματα. Συγκριτικά, οι ενδοκρινολόγοι αντιμετωπίζουν τον διαβήτη σε επιπολασμό 10 περιπτώσεων ανά 100 ενήλικες. Επομένως, στατιστικά, οι γενικοί ενδοκρινολόγοι δεν θα αντιμετωπίζουν ή θα θεραπεύουν συχνά προλακτινώματα στην καθημερινή τους πρακτική. Περαιτέρω, η εκπαίδευση των γενικών ενδοκρινολόγων ποικίλλει μεταξύ των προγραμμάτων ειδικότητας στις ΗΠΑ, με πολλά προγράμματα να μην διαθέτουν κέντρα αριστείας για την υπόφυση, ώστε να παρέχουν επαρκή όγκο και εμπειρία για τους ειδικευόμενους ενδοκρινολόγους. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στη χώρα μας. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την παροχή εξειδικευμένης φροντίδας για την υπόφυση.
Η νέα δήλωση συναίνεσης υπογραμμίζει τις αλλαγές σε διάφορες πτυχές της διαχείρισης του προλακτινώματος. Μία από αυτές τις αλλαγές είναι ότι οι γιατροί μπορούν να εξετάσουν τη χειρουργική επέμβαση ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε επιλεγμένους ασθενείς αντί των αγωνιστών ντοπαμίνης για τα μικροπρολακτινώματα.
Η αιτία αυτής της μικρής αλλαγής στην προοπτική για την προσφορά χειρουργικής επέμβασης πολύ νωρίτερα σε ασθενείς με μικρότερα αδενώματα της υπόφυσης ήταν πολυπαραγοντική. Η πρόοδος της χειρουργικής με ενδοσκοπική τεχνική και η εκτέλεση από πιο εξειδικευμένους νευροχειρουργούς αύξησε τα ποσοστά ύφεσης των προλακτινωμάτων, αλλά μείωσε επίσης τις πιθανότητες δυσλειτουργιών της υπόφυσης και άλλων επιπλοκών μετεγχειρητικά. Από την άλλη πλευρά, έχουν αναγνωριστεί περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες των αγωνιστών ντοπαμίνης, ιδίως διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων και κατάθλιψη, καθώς και ίνωση του όγκου, ιδίως με τη βρωμοκρυπτίνη.
Αλλαγές στις συστάσεις θεραπείας έχουν επίσης επέλθει για ειδικούς πληθυσμούς. Η δήλωση συναίνεσης περιλαμβάνει ειδικές συστάσεις για έγκυες, περιεμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και διαφυλικούς ενήλικες.
Η διάγνωση των προλακτινωμάτων μπορεί να περιπλέκεται από το γεγονός ότι η υπερπρολακτιναιμία παρατηρείται σε μια ποικιλία άλλων καταστάσεων. Οι γιατροί που αξιολογούν αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να γνωρίζουν τις επιδράσεις του στρες, των διαφόρων φαρμάκων, των ενδοκρινικών διαταραχών όπως ο υποθυρεοειδισμός καθώς και την πιθανή παρουσία μακροπρολακτίνης που δεν έχει κλινική σημασία.
Οι γιατροί θα πρέπει να μετρούν την προλακτίνη εάν οι ενήλικες παρουσιάζουν οποιαδήποτε χαρακτηριστικά υπερβολικών επιπέδων, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας εμμήνου ρύσεως, της χαμηλής λίμπιντο, της χαμηλής σεξουαλικής λειτουργίας ή της γαλακτόρροιας. Εάν ένας ασθενής έχει υψηλά επίπεδα προλακτίνης, ορισμένοι παράγοντες που πρέπει να αποκλειστούν πριν από τη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας είναι η εγκυμοσύνη, η σοβαρή διαταραχή του θυρεοειδούς, η νεφρική ανεπάρκεια και η υψηλή προλακτίνη λόγω χρήσης φαρμάκων.
Είναι σημαντικό ότι πολλά φάρμακα μπορούν να αυξήσουν την προλακτίνη, από τα αντιόξινα και τα αντιεμετικά μέχρι τα αντικαταθλιπτικά. Επιπλέον, αρκετά παλαιότερα αντιψυχωσικά μπορούν να αυξήσουν την προλακτίνη σχεδόν σε επίπεδα που παρατηρούνται σε αδενώματα της υπόφυσης.
Η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας πριν από την εξάλειψη άλλων πιθανών αιτιών για υψηλά επίπεδα προλακτίνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση, καθώς ορισμένοι ενήλικες θα μπορούσαν να έχουν ένα μικρό τυχαίο υποφυσιακό τυχαίωμα που δεν σχετίζεται με την αυξημένη προλακτίνη. Ωστόσο, εάν η προλακτίνη παραμένει υψηλή μετά τον αποκλεισμό άλλων αιτιών ή μετά την έναρξη αλλαγών στη φαρμακευτική αγωγή, θα πρέπει να διενεργείται μαγνητική τομογραφία υπόφυσης.
Τα σπονδυλικά κατάγματα παρατηρούνται σε υψηλότερα ποσοστά σε ασθενείς με προλακτίνωμα, έως και πενταπλάσια από τον γενικό πληθυσμο. Η προλακτίνη έχει επίσης ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης και της ενέργειας σε μοντέλα τρωκτικών. Ομοίως στους ανθρώπους, η υπερπρολακτιναιμία έχει συσχετιστεί με αυξημένη πρόσληψη τροφής, αύξηση βάρους, αντίσταση στην ινσουλίνη και σπλαχνική παχυσαρκία. Κατά την αρχική αξιολόγηση, οι ενδοκρινολόγοι θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο ελέγχου των ασθενών για οστεοπενία, οστεοπόρωση και σπονδυλικά κατάγματα, καθώς και για μεταβολικό σύνδρομο.
Αγωνιστές ντοπαμίνης και ανεπιθύμητες ενέργειες
Η συνηθέστερη θεραπεία πρώτης γραμμής για τα προλακτινώματα είναι η θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης. Σύμφωνα με τη δήλωση συναίνεσης, η καμπεργολίνη είναι η προτιμώμενη επιλογή θεραπείας λόγω του μεγάλου χρόνου ημιζωής της, της υψηλής αποτελεσματικότητας και της καλής ανοχής. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται λιγότερο συχνά περιλαμβάνουν τη βρωμοκρυπτίνη και την κιναγολίδη. Εάν οι ενήλικες λαμβάνουν ένα από τα λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα και δεν ανταποκρίνονται ή δεν τα ανέχονται, θα πρέπει να αλλάζουν σε καμπεργολίνη, σύμφωνα με τη δήλωση συναίνεσης.
Η καμπεργολίνη μπορεί να οδηγήσει σε συχνές, ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων γαστρεντερικών συμπτωμάτων, ζάλης και κόπωσης. Επιπλέον, νέες έρευνες έχουν επικεντρωθεί στο ενδεχόμενο διαταραχής του ελέγχου των παρορμήσεων. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism το 2019, το 61,1% των ενηλίκων που έλαβαν θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης για προλακτινώματα ανέφεραν κάποιου είδους διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων σε σύγκριση με το 42,4% μιας κοινοτικής ομάδας ελέγχου που δεν έπαιρνε αγωνιστές ντοπαμίνης.
Οι άνδρες φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων. Είναι κρίσιμο να συμβουλεύονται οι ασθενείς και οι οικογένειές τους σχετικά με αυτές τις πιθανές συμπεριφορές και να εξετάζεται το ενδεχόμενο ερωτηματολογίων για συμπεριφορές ελέγχου παρορμήσεων. Οι ενδοκρινολόγοι θα πρέπει να ρωτούν για αυτές τις συμπεριφορές σε κάθε επόμενη επίσκεψη σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης.
Φαρμακευτική αγωγή έναντι χειρουργικής επέμβασης
Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές στη θεραπεία του προλακτινώματος τα τελευταία χρόνια είναι η επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής ή της χειρουργικής επέμβασης ως θεραπεία πρώτης γραμμής. Η θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης θεωρούνταν η κύρια θεραπεία για τους περισσότερους ενήλικες στο παρελθόν, επειδή η χειρουργική επέμβαση δεν θεωρούνταν βέλτιστη για τον βιοχημικό έλεγχο. Ωστόσο, η δήλωση συναίνεσης συνιστά χειρουργική επέμβαση για επιλεγμένους ασθενείς με μικροπρολακτινώματα ή καλά περιγεγραμμένα μακροπρολακτινώματα. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η χειρουργική επέμβαση από έμπειρο νευροχειρουργό προσφέρει μεγάλες πιθανότητες ίασης, είναι οικονομικά αποδοτική και αποφεύγει τη μακροχρόνια θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης.
Σε μια μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism το 2019, οι ενήλικες με μακροπρολακτινώματα είχαν 67% ποσοστό μακροχρόνιας ύφεσης της νόσου μετά από χειρουργική επέμβαση σε σύγκριση με 34% ποσοστό ύφεσης για τους ενήλικες που απέσυραν τους αγωνιστές ντοπαμίνης. Για τους ενήλικες με μικροπρολακτινώματα, τα ποσοστά ύφεσης ήταν 83% με τη διασφηνοειδική χειρουργική επέμβαση έναντι 36% με τη θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης.
Η αποτελεσματικότητα της χειρουργικής επέμβασης συσχετίζεται με τον βαθμό εισβολής του σηραγγώδους κόλπου. Τα καλά περιγεγγραμμένα μακροαδενώματα, με βαθμό Knosp 0 ή 1, μπορούν δυνητικά να επιτύχουν ποσοστά ύφεσης έως και 95%. Αυτό παρουσιάζει τώρα μια ενδιαφέρουσα επιλογή για τους ασθενείς να ελαχιστοποιήσουν τη μακροχρόνια θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης, ειδικά σε νεότερους ασθενείς, και να εξετάσουν τη θεραπεία αυτών των αδενωμάτων όπως κάνουμε με άλλα αδενώματα της υπόφυσης.
Οι γιατροί πρέπει να σταθμίζουν διάφορους παράγοντες όταν αποφασίζουν αν η φαρμακευτική αγωγή ή η χειρουργική επέμβαση είναι η καλύτερη θεραπεία για έναν ασθενή.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν αποφασίζεται αν θα προχωρήσουμε σε χειρουργική επέμβαση σε μικροπρολακτινώματα ή καλά περιγεγγραμμένα μακροαδενώματα, όπως η έκταση του όγκου, αν έχει προηγηθεί θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης, προηγούμενη χειρουργική επέμβαση, ακτινοβολία ή συνδυασμός των παραπάνω, η ηλικία του ασθενούς και οι πιθανότητες επίτευξης ύφεσης σε σχέση με τον κίνδυνο της χειρουργικής επέμβασης. Από την άλλη πλευρά, εάν ληφθεί η απόφαση για φαρμακευτική αγωγή, ποιες είναι οι πιθανότητες ο ασθενής να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση; Αυτή η απόφαση θα φανεί διαφορετική για κάθε ασθενή.
Με τις νέες συστάσεις, η απόφαση να προχωρήσει κανείς σε χειρουργική επέμβαση ή σε θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης είναι πλέον πιο ασθενοκεντρική.
Πρώτα ρωτά κανείς τους ασθενείς ποιοι είναι οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι τους και αν οι ασθενείς επιδιώκουν πιο άμεση γονιμότητα, τότε οι αγωνιστές ντοπαμίνης θα είναι βέλτιστοι, βοηθώντας αυτόν τον στόχο πιο γρήγορα και παρακάμπτοντας τον χρόνο ανάρρωσης από τη χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο, για τους άλλους ασθενείς που αντιμετωπίζονται χρόνια με αγωνιστές ντοπαμίνης και πιθανώς να έχουν παρενέργειες και την ανάγκη μακροχρόνιας παρακολούθησης, το σενάριο είναι διαφορετικό. Ενώ υπάρχει η επιλογή της διακοπής της φαρμακευτικής αγωγής που πρέπει να εξεταστεί μετά από τουλάχιστον 2 χρόνια σε αγωνιστές ντοπαμίνης, μόνο το 34% μπορεί να διατηρήσει φυσιολογικές τιμές προλακτίνης χωρίς αγωνιστές ντοπαμίνης. Αυτά τα ποσοστά ύφεσης είναι στην πραγματικότητα τώρα πιο κοντά σε εκείνους που υποβάλλονται σε αρχική χειρουργική επέμβαση.
Εκτός από την ασθενοκεντρική προσέγγιση, οι ενδοκρινολόγοι θα πρέπει να εμπλέκουν έναν νευροχειρουργό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Η από κοινού λήψη αποφάσεων είναι το κλειδί. Ο ανοιχτός διάλογος μεταξύ ενδοκρινολόγων και νευροχειρουργών είναι ζωτικής σημασίας για το σχέδιο θεραπείας του ασθενούς. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συζήτηση και η κατανόηση του τι μπορεί ή δεν μπορεί να προσφέρει η χειρουργική επέμβαση και η πρόβλεψη πιθανής ανάγκης για επικουρική θεραπεία.
Θεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, και της εμμηνόπαυσης
Ακόμη και όταν οι ενδοκρινολόγοι είναι γενικά ενημερωμένοι σχετικά με τη θεραπεία του προλακτινώματος, μπορεί να χρειάζονται καθοδήγηση όταν αντιμετωπίζουν άτομα σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Η δήλωση συναίνεσης προσφέρει καθοδήγηση σχετικά με τη θεραπεία συγκεκριμένων πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων και των γυναικών στην περιεμμηνόπαυση.
Σύμφωνα με τη δήλωση, η εγκυμοσύνη θεωρείται παράγοντας κινδύνου για τη διεύρυνση του προλακτινώματος και ο κίνδυνος είναι υψηλότερος για τις γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη χειρουργική επέμβαση. Οι έγκυες γυναίκες με προλακτινώματα, ιδίως εκείνες με μακροπρολακτινώματα, θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά από ενδοκρινολόγο.
Σε ασθενείς με συμπτώματα τοπικών επιπλοκών (όπως διαταραχή όρασης), θα πρέπει να διενεργείται μαγνητική τομογραφία χωρίς γαδολίνιο και να ξεκινά και πάλι η θεραπεία μόλις επιβεβαιωθεί η πρόοδος του αδενώματος. Σε ασθενείς με μεγάλα μακροπρολακτινώματα, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης πριν από τη σύλληψη ή συνέχισης της θεραπείας με αγωνιστές ντοπαμίνης χωρίς διακοπή μετά τη σύλληψη.
Για τις γυναίκες με μικροπρολακτινώματα και περιγεγγραμμένα μακροπρολακτινώματα, η θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης σπάνια συνεχίζεται κατά την εγκυμοσύνη. Οι αγωνιστές ντοπαμίνης δεν έχουν εγκριθεί για χρήση στην εγκυμοσύνη και τα δεδομένα είναι συνολικά περιορισμένα, ιδίως για το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο.
Τόσο η βρωμοκρυπτίνη όσο και η καμπεργολίνη έχουν δείξει καλό προφίλ ασφάλειας όταν χορηγούνται κατά τη διάρκεια της πρώιμης εγκυμοσύνης, αλλά υπάρχουν περισσότερα δεδομένα για τη βρωμοκρυπτίνη, καθώς είναι διαθέσιμη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Είναι σημαντικό να συζητάμε με τις ασθενείς τα πιο περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τη χρήση της καμπεργολίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τις σχετικές σπάνιες, αλλά πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο. Έτσι, για τα μικρά αδενώματα της υπόφυσης, οι αγωνιστές ντοπαμίνης θα πρέπει να διακόπτονται με την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Ορισμένες μελέτες, αλλά όχι όλες, έχουν διαπιστώσει ότι η χρήση αγωνιστών ντοπαμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέεται με υψηλότερο ποσοστό αποβολής και πρόωρου τοκετού. Μελέτες που εξέτασαν συγγενείς δυσπλασίες ή νεογνικές ανωμαλίες, καθώς και μελέτες παρακολούθησης των παιδιών για διάστημα έως και 12 ετών, δεν διαπίστωσαν διαφορές μεταξύ των γυναικών που έκαναν χρήση αγωνιστή ντοπαμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του γενικού πληθυσμού.
Για τα μεγάλα αδενώματα, είτε η βρωμοκρυπτίνη είτε η καμπεργολίνη μπορεί να συνεχιστεί για την πρόληψη της αύξησης του όγκου. Μετά από συζήτηση με τους ασθενείς και επανεξέταση των διαθέσιμων δεδομένων, καθώς και όλων των υπέρ και των κατά της θεραπείας, προτιμάται η χρήση καμπεργολίνης λόγω της υψηλότερης δραστικότητας, της ευκολίας χορήγησης δύο φορές την εβδομάδα και της καλύτερης ανεκτικότητας.
Η θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης μπορεί να ξαναρχίσει σύντομα μετά τον τοκετό, εάν η γυναίκα δεν θηλάζει, αλλά η απόφαση αυτή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.
Για τις γυναίκες με μεγάλα μικροαδενώματα ή μικρά μακροαδενώματα, εάν δεν χρειάζονταν αγωνιστές ντοπαμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνήθως κάνουμε μια μαγνητική τομογραφία για να καθορίσουμε μια βασική γραμμή και ξεκινούμε ξανά τους αγωνιστές ντοπαμίνης εάν δεν υπάρχει επιθυμία για γαλουχία. Εάν υπάρχει ήπια αύξηση του όγκου, αλλά όχι πίεση του οπτικού χιάσματος και επιθυμία για γαλουχία, αναβάλλουμε την επανέναρξη των αγωνιστών ντοπαμίνης για αρκετούς μήνες. Η έναρξη των αγωνιστών ντοπαμίνης θα σταματήσει τη γαλουχία αμέσως μετά.
Για τις γυναίκες που εισέρχονται στην εμμηνόπαυση, η δήλωση συναίνεσης συνιστά σε όσες έχουν καλά ελεγχόμενο μικροπρολακτίνωμα να δοκιμάζουν τη διακοπή των αγωνιστών ντοπαμίνης, καθώς η εμμηνόπαυση σχετίζεται με φυσιολογική μείωση της κυκλοφορούσας προλακτίνης. Για τις γυναίκες με μακροπρολακτίνωμα, η θεραπεία θα πρέπει να επικεντρώνεται στον έλεγχο του μεγέθους του αδενώματος και όχι στο επίπεδο της προλακτίνης.
Χρειάζεται περισσότερη έρευνα
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί αρκετή πρόοδος στη διαχείριση του προλακτινώματος, αλλά ορισμένοι τομείς παραμένουν ανεπαρκώς μελετημένοι. Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να εξετάσει τις διαφορές στην επιθετικότητα του αδενώματος και την ανταπόκριση στη θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Χρειάζονται επίσης μελέτες για την αντιμετώπιση των κλινικών προκλήσεων με τη θεραπεία των ανθεκτικών προλακτινωμάτων.
Με τις αλλαγές στις συστάσεις σχετικά με τη χειρουργική επέμβαση, απαιτείται περισσότερη έρευνα για τον προσδιορισμό καλύτερων μεθόδων για τους γιατρούς ώστε να καθορίσουν εάν η θεραπεία με αγωνιστή ντοπαμίνης ή η χειρουργική επέμβαση είναι η καλύτερη θεραπεία πρώτης γραμμής για ένα άτομο.
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την ανάπτυξη καλύτερων αλγορίθμων που θα ενημερώνουν τον ασθενή σχετικά με την πιο αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση για την κατάστασή του. Ομοίως, απαιτούνται μακροχρόνιες μελέτες για να καθοριστούν καλύτερα οι κίνδυνοι της συνεχιζόμενης ιατρικής θεραπείας.
Η θεραπεία των τρανσέξουαλ ενηλίκων με προλακτινώματα είναι ένας άλλος τομέας στον οποίο απαιτείται περισσότερη έρευνα. Η δήλωση συναίνεσης αναφέρει ότι οι διαφυλικές γυναίκες που λαμβάνουν συνδυασμό οιστραδιόλης και οξικής κυπροτερόνης μπορεί να έχουν ήπια ή ασυμπτωματική υπερπρολακτιναιμία. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η θεραπεία αλλαγής φύλου αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης προλακτινωμάτων. Ωστόσο, οι συγγραφείς χαρακτήρισαν και τις δύο συστάσεις ως αδύναμες.
Δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς ενδείξεις για αυξημένη συχνότητα εμφάνισης προλακτινωμάτων σε διαφυλικές γυναίκες που λαμβάνουν ορμονοθεραπεία, ωστόσο, χρειάζονται περισσότερες μελέτες, καθώς τα οιστρογόνα αυξάνουν την έκκριση προλακτίνης καταστέλλοντας την απελευθέρωση υποθαλαμικής ντοπαμίνης και αυξάνοντας το μέγεθος των κυττάρων που εκκρίνουν προλακτίνη- η προλακτίνη μπορεί να αυξηθεί στο 20% των περιπτώσεων. Ωστόσο, εάν η προλακτίνη αυξηθεί σημαντικά, θα πρέπει να διενεργηθεί μαγνητική τομογραφία.
Ένας άλλος τομέας όπου απαιτούνται περισσότερες μελέτες είναι με τη θεραπεία των σπάνιων, επιθετικών προλακτινωμάτων. Η δήλωση συναίνεσης ορίζει τα επιθετικά προλακτινώματα ως διηθητικά αδενώματα με ασυνήθιστα γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης ή αδενώματα με κλινικά σχετική ανάπτυξη, παρόλο που ο ασθενής λαμβάνει τη μέγιστη ανεκτή θεραπεία με αγωνιστή ντοπαμίνης. Η δήλωση συναίνεσης συνιστά θεραπεία με τεμοζολαμίδη εάν έχει επιτευχθεί η μέγιστη ανεκτή δόση της θεραπείας με αγωνιστή ντοπαμίνης, αλλά απαιτούνται περισσότερες μελέτες.
Είναι σαφές ότι χρειάζονται περαιτέρω έρευνες για την αξιολόγηση των δυνατοτήτων των νέων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος σε άλλους καρκίνους, καθώς και των δυνατοτήτων των νέων τεχνικών ακτινοβολίας.
Διεύθυνση: Σοφία Κανελλοπούλου, Ενδοκρινολόγος, Λεωφόρος Δημοκρατίας 236, Άγιοι Ανάργυροι.
Τηλέφωνο: 6983379548
Email: s_kanellopoulou@hotmail.com